τουλπάνι

τουλπάνι
και τουλουπάνι και τουλμπάνι, το, Ν
1. λεπτό και αραιά υφασμένο ύφασμα, από το οποίο γίνονται γυναικεία μαντίλια για το κεφάλι, τούλι
2. κομμάτι από παρόμοιο ύφασμα που χρησιμοποιείται ως λεπτό σουρωτήρι για υγρά
3. μαντίλι, κεφαλόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tulbend < περσ. dulband].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τουλπάνι — το (λ. τουρκ.) 1. λεπτό αραιοϋφασμένο μπαμπακερό ύφασμα, τούλι. 2. κεφαλόδεσμος, τσεμπέρι, φακιόλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φακιόλι — το ιού (λ. λατ.), άσπρο ή έγχρωμο κεφαλομάντιλο γυναικών από τουλπάνι, μαντίλα, μπόλια, τουλπάνι: Όταν ξεσκονίζει, φοράει φακιόλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουλμπάνι — το, Ν βλ. τουλπάνι …   Dictionary of Greek

  • τουλουπάνι — το, Ν βλ. τουλπάνι …   Dictionary of Greek

  • τούλι — το, Ν ελαφρό και διάφανο βαμβακερό ή μεταξωτό ύφασμα που χρησιμοποιείται στη μοδιστρική, στη βιομηχανία έτοιμων ενδυμάτων και στην κατασκευή μεταξωτών, συνήθως, κοσκίνων τής αλευροποιίας λόγω τής ιδιότητάς του να διατηρεί κανονικότατα διαστήματα… …   Dictionary of Greek

  • φακιόλι — το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciāle «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»] …   Dictionary of Greek

  • tulpan — TULPÁN, tulpane, s.n. 1. Pânză (de bumbac, de lână, de mătase) cu ţesătura foarte subţire şi străvezie; muselină. 2. Basma în trei colţuri, cu care femeile (de la ţară) îşi acoperă capul. – Din ngr. tulpáni. Trimis de laura tache, 19.10.2008.… …   Dicționar Român

  • τουρμπάνι — το (λ. γαλλ.) 1. λεπτοϋφασμένο μπαμπακερό ύφασμα, τουλπάνι, μουσελίνα. 2. περιτύλιγμα του κεφαλιού των μουσουλμάνων, σαρίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσεμπέρι — τσεμπέρι, το και τσιμπέρι, το (λ. τουρκ.), γυναικείο μαντίλι του κεφαλιού από λεπτό ύφασμα, η μαντίλα, το φακιόλι, το τουλπάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”